Από την Καλλιρόη Πεπονή
Λίμνες στερεύουν, φράγματα «στεγνώνουν», ενώ η αύξηση της κατανάλωσης λόγω υπερτουρισμού σκιαγραφούν ένα δυσοίωνο ελληνικό καλοκαίρι για τα αποθέματα νερού στη χώρα. Πώς φτάσαμε ως εδώ και τι μέτρα μπορούν να ληφθούν για τον μετριασμό του φαινομένου λειψυδρίας στην Ελλάδα; Τα ερωτήματα αυτά απαντά μιλώντας στο CNN Greece ο καθηγητής στον Τομέα Υδατικών Πόρων και Περιβάλλοντος της Σχολής Πολιτικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου, Νίκος Μαμάσης.
«Το ζήτημα της λειψυδρίας συνιστά συνάρτηση δύο παραγόντων: Των μειωμένων βροχοπτώσεων και της ζήτησης» εξηγεί ο ακαδημαϊκός.
Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο παράγοντες, όπως σημειώνει, έρχονται να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο τα τεχνικά έργα, καθώς εκείνα είναι που συνδέουν τους πόρους με τη ζήτηση.
Η Ελλάδα έχει διάφορα συστήματα διαχείρισης του νερού. Τρία είναι τα παραδείγματα που αποτυπώνουν αυτά τα συστήματα:
- Το υδροδοτικό σύστημα της Αθήνας, που αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα και πιο μακρά δίκτυα του κόσμου.
- Το δίκτυο της Θεσσαλίας. Η τροφοδότηση της περιοχής με νερό συνιστά ένα συχνό πρόβλημα στην περιοχή.
- Η περίπτωση των τουριστικών νησιών, όπως οι Κυκλάδες.
Πώς φτάσαμε ως εδώ;
Αναφερόμενος στο ερώτημα «πώς φτάσαμε στο σημείο της λειψυδρίας σε τόσες περιοχές» ο κ. Μαμάσης σημειώνει ότι «διανύουμε μια περίοδο, κατά την οποία οι φυσικοί πόροι, οι βροχές, δηλασή τα τελευταία δύο έτη δεν τροφοδότησαν αρκετά την Κεντρική και Ανατολική Ελλάδα».
Το «καμπανάκι έχει χτυπήσει για την Αθήνα, την Θεσσαλία και τα νησιά.
Η περίπτωση της Αθήνας – Τη δεκαετία του ’90 η χειρότερη λειψυδρία του 20ου αιώνα
Απαντώντας στις φωνές που κάνουν λόγο για λειψυδρία στο κλεινόν άστυ, ο κ. Μαμάσης τονίζει πως «η Αθήνα τα τελευταία 30 χρόνια, από την ξηρή επταετία του 1988-1995 δεν είχε παρουσιάσει αντίστοιχο πρόβλημα».
«Την περίοδο εκείνη σημειώθηκαν οι μικρότερες εισροές του 20ου αιώνα. Το έτος 1989-1990 ήταν το ξηρότερο έτος από το 1920. Αντίστοιχα το έτος 1990-1991 ήταν το δεύτερο ξηρότερο του αιώνα».
Το ερώτημα εάν θα ακολουθήσει ένα αντίστοιχο φαινόμενο στην Αθήνα θα κριθεί από την επόμενη υδρολογική χρονιά από τον Οκτώβριο μέχρι και τον Μάιο. Αν, λοιπόν, δεν έχουμε βροχοπτώσεις τους μήνες αυτούς τότε η κατάσταση θα σημάνει συναγερμό.
Πάντως, ο ακαδημαϊκός εμφανίστηκε καθησυχαστικός διότι όπως εξηγεί «διαθέτουμε ένα από τα σπουδαιότερα υδροδοτικά συστήματα του κόσμου, με το μόνο σύστημα που μας ξεπερνά να είναι εκείνο της Καλιφόρνια».
«Παίρνουμε το νερό από πολύ μακριά, χειριζόμαστε νερό που φέρνουμε από τα 220 χιλιόμετρα και συνολικά αποτελεί ένα περίπλοκο σύστημα, καθώς παίρνει νερό από την Υλίκη, τον Μαραθώνα, τον Εύηνο, τον Μόρνο από γεωτρήσεις» συμπληρώνει.
Η Αθήνα είναι αρκετά θωρακισμένη και αυτή τη στιγμή διαθέτει πάνω από 750 εκατομμύρια κυβικά νερού, ενώ η ετήσια ζήτηση της πόλης ανέρχεται περίπου στα 400 εκατ. κυβικά. Τα τελευταία χρόνια, δε, έχουμε περίπου τα διπλάσια αποθέματα σε σχέση με την κατανάλωση.
«Δεν έχουμε φτάσει προς το παρόν στο σημείο να χρειαστεί να κάνουμε οικονομία στην κατανάλωση νερού» ξεκαθαρίζει για την πρωτεύουσα ο καθηγητής.
Ο διττός ρόλος των ταμιευτήρων στη Θεσσαλία
Το πρόβλημα, όμως, στην Θεσσαλία όπως επισημαίνει ο κ. Μαμάσης είναι μόνιμο. Οι περιοχές εκεί χρειάζονται αρκετά αποθέματα νερού, οι καλλιέργειες είναι υδροβόρες και τα έργα δεν είναι επαρκή.
Διευκρινίζει, πως «παρά το γεγονός ότι θα έπρεπε η Θεσσαλία να περικλείεται από ταμιευτήρες, που μάλιστα έχουν σχεδιαστεί από το 1970, το μόνο έργο που έχει υλοποιηθεί είναι το Φράγμα του Σμοκόβου στην Καρδίτσα, ενώ έχει εξαγγελθεί και το φράγμα «Παλαιοδερλί» στα Φάρσαλα, που εδώ και δύο περίπου χρόνια, χωρίς όμως να έχει τεθεί σε φάση υλοποίησης».
«Υπάρχουν ακόμη 5-6 ταμιευτήρες, όπως εκείνοι της Πύλης και του Μουζακίου, «ώριμοι» για να γίνουν» συμπληρώνει. Οι ταμιευτήρες αυτοί, δεν αφορούν μόνο την αύξηση των αποθεμάτων νερού, αλλά και την αντιπλημμυρική θωράκιση της περιοχής που το φθινόπωρο του 2023 επλήγη από τις καταστροφικές πλημμύρες.
«Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι, το φθινόπωρο οι μόνες περιοχές που δεν πλημμύρισαν ήταν εκείνες πλησίον του φράγματος Σμοκόβου. Επειδή οι πλημμύρες ακολούθησαν ένα ξηρό καλοκαίρι, οι καταρρακτώδεις βροχές εκεί γέμισαν απλώς το φράγμα» σχολιάζει.
Ακόμη ένα έργο που θα διαδραμάτιζε σημαίνοντα ρόλο στην αντιμετώπιση της λειψυδρίας στην Θεσσαλία, σύμφωνα με τον ίδιο θα ήταν η εκτροπή του Αχελώου, που γίνεται μέσω του φράγματος Πλαστήρα και μεταφέρει στην Καρδίτσα υδρευτικό και αρδευτικό νερό. «Είναι όμως ένα έργο που δεν έχει ολοκληρωθεί εδώ και περίπου 20-25 χρόνια» προσθέτει.
Η περίπτωση των ελληνικών νησιών
Τη ζήτηση του νερού τα νησιά την καλύπτουν σε μεγάλο βαθμό οι αφαλατώσεις, ωστόσο και στην περίπτωση αυτή χρειάζεται η δημιουργία ταμιευτήρων, σύμφωνα με τον ακαδμαϊκό.
Παράλληλα, υπογραμμίζει, είναι σημαντικό να καλλιεργηθεί μια πιο οικολογική συνείδηση, καθώς παραδείγματος χάριν σε μια ξηρή περίοδο δεν χρειάζεται όλοι να γεμίσουν τις ιδιωτικές τους πισίνες.
«Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως στην Πάρο έχουν τουλάχιστον 1200 πισίνες που μπορεί να φτάνουν έως και τις 2000 και σχεδόν καμία από τις οποίες δεν γεμίζει με θαλασσινό νερό. Μπορεί να υπάρξει μια εγκράτεια, λοιπόν, στο επίπεδο αυτό» δηλώνει.
Προβλήματα εντοπίζονται επίσης λόγω του υπερτουρισμού. «Όταν ένα νησί έχει ελάχιστους κατοίκους και ξαφνικά γεμίζει μέχρι και με 100.000 τουρίστες, οι υπάρχουσες υποδομές δεν μπορούν να στηρίξουν μια τέτοια ζήτηση» εξηγεί ο κ. Μαμάσης.
Οι ευθύνες του ανθρώπινου παράγοντα
Σχολιάζοντας τις ευθύνες του ανθρώπινου παράγοντα, ο κ. Μαμάσης αναφέρεται στις απώλειες νερού που υπάρχουν στο δίκτυο που μπορεί να ανέρχεται στο 30%-40%.
«Η σπατάλη νερού δεν προέρχεται τόσο από τους πολίτες, όσο από τον ξενοδόχο που θα χρειαστεί να γεμίσει την πισίνα του κάποιες φορές μέσα στη σεζόν».
Τα νησιά όμως είχαν μειωμένες βροχοπτώσεις από την αρχαιότητα. Στην Δήλο για παράδειγμα υπήρχαν χιλιάδες κόσμου στην αρχαιότητα, ενώ το νησί δεν είχε καθόλου νερό. Μπορούσαν να ισορροπήσουν το σύστημα χρησιμοποιώντας τους ιζικούς πόρους με κάποια τεχνικά έργα, όπως τα πηγάδια και στη συνέχεια συγκέντρωναν το βρόχινο νερό σε δεξαμενές. Αυτή η τεχνική χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα, τονίζει ο ίδιος.
Τι μέτρα μπορούν να ληφθούν;
Την μακροπρόθεσμη στρατηγική που πρέπει να χαραχθεί υπογραμμίζει από την πλευρά του και ο κ. Μαμάσης.
Μιλώντας πιο εξειδικευμένα για τις εκάστοτε περιοχές αναφέρει πως «το πιο εύκολο τεχνικό έργο για τα νησιά είναι η αφαλάτωση, στη Θεσσαλία η λύση είναι οι περιφερειακοί ταμιευτήρες, οι μελέτες των οποίων υπάρχουν ήδη, αλλά ενδεχομένως και μια αναδιάρθρωση των προϊόντων που καλλιεργούνται στην περιοχή, όπως και καλύτεροι τρόποι άρδευσης».
Το παράδειγμα της επαναχρησιμοποίησης νερού στην Κύπρο
Ακόμη όμως ένα μέτρο που θα μπορούσε να τεθεί στην «φαρέτρα» της Πολιτείας για την αντιμετώπιση ενός εκτεταμένου φαινομένου λειψυδρίας θα μπορούσε να είναι και η επαναχρησιμοποίηση του νερού, αναφέρει ο ίδιος.
«Η Κύπρος που διαθέτει το ίδιο ξηρό κλίμα με την Ελλάδα και αυξημένη ζήτηση λόγω του τουρισμού. Εκεί, λοιπόν, έχουν δημιουργήσει πολλούς ταμιευτήρες, αφαλατώσεις που αρκούν για να καλυφθεί η ύδρευση και τα καλύτερα project επαναχρησιμοποίησης νερού».
Πώς επαναχρησιμοποιείται, όμως, το νερό;
«Αξιοποιούν τα λύματα του βιολογικού καθαρισμού, αφού τα καθαρίσουν και τα φιλτράρουν για την άρδευση» εξηγεί. Προϋπόθεση για την δημιουργία ενός τέτοιου δικτύου είναι η αύξηση της ποιότητας του νερού και η διενέργεια εξονυχιστικών ελέγχων.